ζηλεμένος

ζηλεμένος
-η, -ο
βλ. ζηλεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζηλεύω — ζηλεύω, ζήλεψα, ζηλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ζηλεύω : η μτχ. ζηλεμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο → ζηλευτός, αξιοζήλευτος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζηλεύω — ζήλεψα, ζηλεμένος 1. επιθυμώ κάτι που έχει ο άλλος: Ζηλεύω τα πλούτη σου. 2. ζηλοτυπώ: Ζηλεύει τον άντρα της. 3. φθονώ: Ζηλεύει τους ανωτέρους του και προσπαθεί να τους βλάψει. 4. μακαρίζω κάποιον: Σε ζηλεύω για την τύχη σου. 5. ζηλεμένος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβοζηλεμένος — η, ο πολύ αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ζηλεμένος < ζηλεύω] …   Dictionary of Greek

  • ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… …   Dictionary of Greek

  • πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επίζηλος — η, ο επίρρ. α ο άξιος να ζηλεύεται, αξιοζήλευτος, ζηλευτός, ζηλεμένος: Κατέλαβε την επίζηλη θέση του διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”